- κρυοθεραπεία
- ηιατρ. η χρησιμοποίηση τού ψύχους για θεραπευτικούς σκοπούς.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θεραπεία — Σύνολο μέτρων ικανών να προλάβουν την εκδήλωση ή να καταπολεμήσουν με επιτυχία μία παθολογική κατάσταση και τα συμπτώματά της· θεραπευτική αντίστοιχα καλείται ο κλάδος της ιατρικής που μελετά και υποδεικνύει τα μέσα που χρησιμοποιούνται για τη θ … Dictionary of Greek
ψυχροθεραπεία — η, Ν ιατρ. η κρυοθεραπεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχρός + θεραπεία. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Άστυ] … Dictionary of Greek
ακροχορδόνες — Σαρκώδεις υπερκερατωσικές εκβλαστήσεις του δέρματος που έχουν μέγεθος ίσο με του μπιζελιού. Παρουσιάζονται στα άκρα κατά ομάδες, αλλά ορισμένες φορές απλώνονται και στο πρόσωπο, στα βλέφαρα και στο τριχωτό του κεφαλιού. Οι απόψεις που έχουν… … Dictionary of Greek
ψυχροθεραπεία — η μέθοδος θεραπευτική που χρησιμοποιεί ψυχρά νερά ή πάγο, κρυοθεραπεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)